- μουσικώτερον
- μουσικόςmusicaladverbial compμουσικόςmusicalmasc acc comp sgμουσικόςmusicalneut nom/voc/acc comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συρμαιογραφώ — έω, Μ χαράζω γράμματα («ποία... χεὶρ τῆς ἐκείνου δεξιᾱς μουσικώτερον ἐσυρμαιογράφησεν;», Στουδ. Θεόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σύρμα + γραφῶ (< γράφος*)] … Dictionary of Greek